- επαναστρέφω
- (Α ἐπαναστρέφω) [στρέφω](αμτβ.) επανέρχομαι, γυρίζω πίσω, επιστρέφωνεοελλ.στρέφω κάτι προς τα πίσω, τό ξαναγυρίζωμσν.1. (για ομιλία) επανέρχομαι2. (για καιρό) έχω γυρίσματα, ξαναγυρίζωαρχ.-μσν.(για ποταμό) επιστρέφω, αλλάζω διεύθυνση τής κοίτηςαρχ.1. στρέφομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου («χαλεπὸν oὖv ἔργον διαιρεῑν, ὅταν ὁ μὲν τείνη βιαίως, ό δ' ἐπαναστρέφειν δύνηται», Αριστοφ.)2. βγαίνω ξανά στην επιφάνεια3. επιβάλλομαι, επιβαρύνω κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.